- προψαλάσσω
- προψᾰλάσσω,A assail, S.Ichn.241 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προψαλάσσω — Α επιτίθεμαι με βίαιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρώς, θέτω σε κίνηση»] … Dictionary of Greek